Ανεβάζει ρυθμούς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως προς τη διαβούλευση της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, μετά την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης για το δημοσιονομικό της πακέτο.
Από αυτό η χώρα μας θα ωφεληθεί 19,3 δις ευρώ, αλλά και την πρόσφατη, ιστορικής σημασίας Συμφωνία που επήλθε στο Συμβούλιο Υπουργών της Ε.Ε. σχετικά με το περιεχόμενο και τους στόχους των νέων Κανονισμών που θα διέπουν την εφαρμογή της», σύμφωνα με τον κ. Κωνσταντίνο Ν. Μπαγινέτα, Γενικό Γραμματέα Αγροτικής Πολιτικής και Διαχείρισης Κοινοτικών Πόρων, ΥπΑΑΤ.
Και ο ίδιος συνεχίζει:
«Στόχος της πλέον, είναι η κατά το δυνατόν εν μέσω πανδημίας, επιτάχυνση του διαλόγου με τα Κράτη Μέλη για τον σχεδιασμό των Εθνικών τους Στρατηγικών Σχεδίων, απευθύνοντας σε κάθε ένα από αυτά δέσμη προτάσεων προς διαβούλευση, χωρίς νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα, στη βάση σχετικής διαγνωστικής ανάλυσης και αποτύπωσης της κατάστασης του αγροδιατροφικού τους τομέα και των αγροτικών τους περιοχών.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στη διασύνδεση της νέας ΚΑΠ με τις Στρατηγικές της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο» και «Βιοποικιλότητα», προς μια έξυπνη και ανθεκτική γεωργία, με ενίσχυση της μέριμνας για το περιβάλλον και το κλίμα. Για τη χώρα μας, στο σχετικό κείμενο της Ε. Επιτροπής περιλαμβάνονται αξιοσημείωτες επισημάνσεις και προτάσεις, οι οποίες μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στο σχεδιασμό μας για την επόμενη προγραμματική περίοδο, στις κυριότερες εκ των οποίων θα ήθελα να σταθώ συνοπτικά. Για παράδειγμα, στο τομέα της ανταγωνιστιστικότητας του πρωτογενή μας τομέα διαπιστώνεται:
-η θετική τάση ως προς το εισόδημα των γεωργών, η οποία συμβάλλει στη μείωση της ψαλίδας μεταξύ γεωργικού και μη γεωργικού εισοδήματος.
- ο υψηλός βαθμός εξάρτησης του εισοδήματος των παραγωγών μας από τις άμεσες ενισχύσεις, στη σταθεροποίηση του οποίου βεβαίως συνεισφέρουν σημαντικά, ενώ επισημαίνεται ότι εντοπίζονται μεγάλες διαφορές στο επίπεδο στήριξης, γεγονός που οφείλεται εν πολλοίς στην ιστορική δομή της κατανομής τους. Δημιουργείται συνεπώς η ανάγκη εξορθολογισμού του συγκεκριμένου μοντέλου, προς ένα δικαιότερο, αποτελεσματικότερο και αποδοτικότερο, που θα ανταποκρίνεται τόσο στις σημερινές πραγματικές συνθήκες παραγωγής, όσο και στις μελλοντικές οικονομικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις.
- ο χαμηλός βαθμός οργάνωσης των παραγωγών μας σε συλλογικά σχήματα, γεγονός που επηρεάζει την θέση τους στην αγροεφοδιαστική αλυσίδα και τις δυνατότητες οικονομικής τους μεγέθυνσης, και συνεπώς χρειάζεται να δοθούν περισσότερα κίνητρα συμμετοχής τους σε αυτά.
-η σταθερή βελτίωση του γεωργικού εμπορικού ισοζυγίου, το οποίο όμως παραμένει αρνητικό ως προς το σκέλος των εντός της Ε.Ε. συναλλαγών, ενώ βελτιωμένη διαχρονικά παρουσιάζεται και η παραγωγικότητα, με αύξηση του μεριδίου της προστιθέμενης αξίας του πρωτογενή τομέα στην αλυσίδα τροφίμων. Προτείνεται δε, να δοθεί έμφαση στην εκτεταμένη παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας, ποιοτικών προϊόντων, όπως για παράδειγμα τα βιολογικά προϊόντα.